- ευπαίδευτος
- -η, -ο (Α εὐπαίδευτος, -ον)μορφωμένος, πολυμαθήςαρχ.1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθεια («εὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.)2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» — είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου.επίρρ...ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως)με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει πολυμάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παιδευτός (< παιδεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.